αχταρμάς

αχταρμάς
ο
(λ. τουρκ.), μεταβίβαση προσώπων ή μεταφόρτωση πραγμάτων από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αχταρμάς — ο βλ. ακταρμάς …   Dictionary of Greek

  • ακταρμάς — ή αχταρμάς, ο (λ. τουρκ. aktarma = αλλάζω την κατεύθυνση κάποιου, μεταβιβάζω) κοινός εμποροναυτικός όρος που σημαίνει μετεπιβίβαση ανθρώπων ή μεταφόρτωση εμπορευμάτων από ένα πλοίο σε άλλο. Αυτό γίνεται στις περιπτώσεις που το πρώτο πλοίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”